λόχμην

λόχμην
λόχμη
thicket
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταμελιτώ — καταμελιτῶ, όω (Α) πλημμυρίζω κάτι με γλυκύτητα (α. «κατεμελίτωσε λόχμην ὅλην» πλημμύρισε τη λόχμη με τη γλύκα τού τραγουδιού του, Αριστοφ. β. «κατεμελίτωσε τὰς ἁπάντων ἀκοὰς διηγήματι» τούς μάγεψε όλους με τη γλυκιά του αφήγηση, Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λέσπιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν οἱ δὲ λόχμην» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”